- στρουθοπιαστής
- στρουθο-πῐαστής, οῦ, ὁ, ([etym.] πιάζω)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρουθοπιαστής — birdcatcher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθοπιαστής — ὁ, Α αυτός που πιάνει με παγίδες ή με ιξό άγρια πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + πιαστής (< πιάζω, μτγν. τ. τού πιέζω), πρβλ. ληστο πιαστής] … Dictionary of Greek
στρουθοπιασταί — στρουθοπιαστής birdcatcher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)